άμυλο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση # με *
→‎{{μεταφράσεις}}: πρόσθεσα μία δεύτερη αγγλική μετάφραση
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|starch}}
* {{en}} : {{τ|en|starch}}, {{τ|en|amylum}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 15:46, 16 Ιανουαρίου 2021

Δείτε επίσης: άμιλλα, άμυλα

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άμυλο τα άμυλα
      γενική του άμυλου
αμύλου
των άμυλων
αμύλων
    αιτιατική το άμυλο τα άμυλα
     κλητική άμυλο άμυλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άμυλο < (ελληνιστική κοινή) ἄμυλον < αρχαία ελληνική ἄμυλος < ἀ- (στερητικό) + μύλη

Ουσιαστικό

άμυλο ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις