αΐδιος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dmayrias (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετυμολ + ref: θα γίνει στο αρχαίο λήμμα / προφορά , κλπ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἀΐδιος|αοίδιμος}}
{{δείτε|ἀΐδιος|αοίδιμος}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ωραίος'}}
{{el-κλίση-'ωραίος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|ἀΐδιος}} < [[ἀεί + ἴδιος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|ἀΐδιος}} < {{λ|ἀεί|grc}} + {{λ|-διος|grc}}<ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}</ref>

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|aˈi.ði.os}}
: {{συλλ|α|ΐ|δι|ος}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}, -α, -ο''' (''λόγια:'' '''-ος, -ον''', {{βλ|ἀΐδιος}})
*{{λόγιο}} [[διαιώνιος]], [[αδιάλειπτος]], [[παντοτινός]]
* {{ετ|λόγιο}} [[διαιώνιος]], [[αδιάλειπτος]], [[παντοτινός]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|αεί}}
* {{βλ|αεί}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 87: Γραμμή 91:
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 16:03, 24 Ιανουαρίου 2021

Δείτε επίσης: ἀΐδιος, αοίδιμος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αΐδιος η αΐδια το αΐδιο
      γενική του αΐδιου της αΐδιας του αΐδιου
    αιτιατική τον αΐδιο την αΐδια το αΐδιο
     κλητική αΐδιε αΐδια αΐδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αΐδιοι οι αΐδιες τα αΐδια
      γενική των αΐδιων των αΐδιων των αΐδιων
    αιτιατική τους αΐδιους τις αΐδιες τα αΐδια
     κλητική αΐδιοι αΐδιες αΐδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αΐδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀΐδιος < ἀεί + -διος[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ΐ‐δι‐ος

Επίθετο

αΐδιος, -α, -ο (λόγια: -ος, -ον, → δείτε τη λέξη ἀΐδιος)

Συγγενικά

  • → δείτε τη λέξη αεί

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.