συμμέτοχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ τυπο
Atmilios (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎{{ουσιαστικό|el}}: παίνει => παίρνει
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
* που [[μετέχω|μετέχει]], παίνει μέρος ή μερίδιο
* που [[μετέχω|μετέχει]], παίρνει μέρος ή μερίδιο


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 18:27, 29 Ιανουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συμμέτοχος οι συμμέτοχοι
      γενική του/της
του
συμμετόχου
συμμέτοχου
των συμμετόχων
    αιτιατική τον/τη συμμέτοχο τους/τις
τους
συμμετόχους
συμμέτοχους
     κλητική συμμέτοχε συμμέτοχοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμέτοχος < ελληνιστική κοινή . Συγχρονικά αναλύεται σε συμ- + μέτοχος

Ουσιαστικό

συμμέτοχος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις