ναῦς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
→‎{{συγγενικά}}: ἐπίνειον
Γραμμή 12: Γραμμή 12:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{κεντρικό|ναυ-, νηο-, νεω-|grc}}
{{κεντρικό|ναυ-, νεω-, νη-, νηο-|grc}}
{{(}}
{{(}}
θέμα '''ναυ-'''
θέμα '''ναυ-'''
Γραμμή 75: Γραμμή 75:
* [[νεωρός]]
* [[νεωρός]]
* [[νεώσοικος]]
* [[νεώσοικος]]
{{-}}
θέμα '''νηω-'''
θέμα '''νη-''', '''νηω-'''
* [[ἐπίνειον]]
* [[νήιος]]
* [[νήιος]]
* [[νηίτης]]
* [[νηίτης]]

Αναθεώρηση της 14:10, 7 Φεβρουαρίου 2021

Δείτε επίσης: ναυς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλισ-ουσιαστικό

Ετυμολογία

ναῦς < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néh₂us (δείτε και νέω). Συγγενές το σύνθετο 𐀙𐀄𐀈𐀗 (na-u-do-mo) *ναυ-δόμος. Επίσης συγγενή: λατινική nāvis, περσική ناو (nâv), σανσκριτική नौ (nau), नाव (nava) [1]

Ουσιαστικό

ναῦς και νηῦς, θηλυκό

  1. πλοίο, καράβι
    • ναῦς μακρά: το πολεμικό πλοίο· (και ως σύνολο) ο στόλος
    • ναῦς στρογγύλη: το εμπορικό πλοίο

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ναυ-, νεω-, νη-, νηο- 

θέμα ναυ-

θέμα ναυτ-

θέμα ναυσι-

θέμα νεω-

θέμα νη-, νηω-

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές