ασβέστης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση # με *
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|az.ˈvɛ.stis|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|azˈve.stis|γλ=el}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 13:15, 16 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασβέστης < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἄσβεστος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος

  • υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)

Συγγενικά

Ψευδόφιλες λέξεις

Μεταφράσεις