δημόσιος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
KimonTheo (συζήτηση | συνεισφορές)
ορισμός
ενημέρωση προτύπων / αρχ ζητούμενο
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'ωραίος'}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[δημόσιος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|δημόσιος}} (κοινός)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ði.ˈmɔ.sʝɔs|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|ðiˈmo.si.os}}
: {{συλλ|δη|μό|σι|ος}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -ια -ιο'''
'''{{PAGENAME}}, -ια -ιο'''
* κάποιος που προορίζεται για τον λαό
* κάποιος που προορίζεται για τον λαό
:: ''Αυτό είναι ένα '''δημόσιο''' [[πάρκο]].''
*: {{πχ}} ''αυτό είναι ένα '''δημόσιο''' πάρκο''
* μπροστά σε κοινό
* μπροστά σε κοινό
:: ''Ο [[πρωθυπουργός]] μίλησε '''δημόσια'''.''
*: {{πχ}} ''έκανε '''δημόσια''' δήλωση''


===={{αντώνυμα}}====
* [[ιδιωτικός]]


===={{συγγενικά}}====
* {{βλ|δήμος}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 62: Γραμμή 67:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==
{{ζητ}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 04:00, 23 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημόσιος η δημόσια το δημόσιο
      γενική του δημόσιου της δημόσιας του δημόσιου
    αιτιατική τον δημόσιο τη δημόσια το δημόσιο
     κλητική δημόσιε δημόσια δημόσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημόσιοι οι δημόσιες τα δημόσια
      γενική των δημόσιων των δημόσιων των δημόσιων
    αιτιατική τους δημόσιους τις δημόσιες τα δημόσια
     κλητική δημόσιοι δημόσιες δημόσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δημόσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημόσιος (κοινός)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μό‐σι‐ος

Επίθετο

δημόσιος, -ια -ιο

  • κάποιος που προορίζεται για τον λαό
    αυτό είναι ένα δημόσιο πάρκο
  • μπροστά σε κοινό
    έκανε δημόσια δήλωση

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές