διδάσκαλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|ðiˈða.ska.lɔs}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|ðiˈða.ska.los}}
: {{συλλ|δι|δά|σκα|λος}}
: {{συλλ|δι|δά|σκα|λος}}



Αναθεώρηση της 20:36, 26 Φεβρουαρίου 2021

Δείτε επίσης: Διδάσκαλος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διδάσκαλος οι διδάσκαλοι
      γενική του διδασκάλου
διδάσκαλου
των διδασκάλων
    αιτιατική τον διδάσκαλο τους διδασκάλους
διδάσκαλους
     κλητική διδάσκαλε διδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διδάσκαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκαλος. Δείτε και δάσκαλος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐δά‐σκα‐λος

Ουσιαστικό

διδάσκαλος αρσενικό (λόγιο), θηλυκό διδασκάλισσα

  1. δάσκαλος
  2. (γενικότερα) δάσκαλος ή λόγιος μεγάλου κύρους
    οι διδάσκαλοι του Γένους

Εκφράσεις

Σύνθετα

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-διδασκαλος»
όπως

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'θρίαμβος'

Ετυμολογία

διδάσκαλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διδάσκαλος αρσενικό (σπανίως και θηλυκό)

  • δάσκαλος, διδάσκαλος
    ※  4ος αιώνας πΚΕ Θουκυδίδης (c.460‑c.399 πΚΕ), Ἱστορίαι, 3.82.2 @greek‑language.gr Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος
    ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ.
    Αλλ᾽ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.
    ※  70-110 ΚΕ Κατὰ Ματθαῖον Εὐανγέλιον, η', 19
    καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ, Διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ

Σημειώσεις

Σύνθετα

Συγγενικά

Πηγές