πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Δρθ στην |
|||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
# {{δικυπ}} [[packet]]: μικρό [[τμήμα]] ενός συνόλου [[δεδομένο|δεδομένων]] που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα [[κόμβος|κόμβο]] (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων |
# {{δικυπ}} [[packet]]: μικρό [[τμήμα]] ενός συνόλου [[δεδομένο|δεδομένων]] που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα [[κόμβος|κόμβο]] (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων |
||
#:{{βλ|μεταγωγή πακέτου}} (packet switching) |
#:{{βλ|μεταγωγή πακέτου}} (packet switching) |
||
#: ''Δείτε επίσης: [[:w:el:Πακέτο|πακέτο]] |
#: ''Δείτε επίσης: [[:w:el:Πακέτο|πακέτο]] στη Βικιπαίδεια'' |
||
# {{λγσμ}} [[package]]: [[λογισμικό]] (software) που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να [[εγκατασταθώ|εγκατασταθεί]] με έναν [[διαχειριστής πακέτου|διαχειριστή πακέτων]] (package manager). |
# {{λγσμ}} [[package]]: [[λογισμικό]] (software) που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να [[εγκατασταθώ|εγκατασταθεί]] με έναν [[διαχειριστής πακέτου|διαχειριστή πακέτων]] (package manager). |
||
# {{αργκ}} το [[ψέμα]] (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το [[ζόρι]] |
# {{αργκ}} το [[ψέμα]] (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το [[ζόρι]] |
Αναθεώρηση της 20:03, 27 Φεβρουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πακέτο | τα | πακέτα |
γενική | του | πακέτου | των | πακέτων |
αιτιατική | το | πακέτο | τα | πακέτα |
κλητική | πακέτο | πακέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πακέτο< (άμεσο δάνειο) ιταλική pacchetto (Οι σύγχρονοι όροι τεχνολογίας: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική package. Φαγητό η ποτό που καταναλώνεται έξω από το μαγαζί που αγοράστηκε: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική takeaway)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πακέτο ουδέτερο
- δέμα (π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί
- o ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο
- κουτί με τσιγάρα
- αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα)
- Πρότυπο:οικον σύνολο προτάσεων προς μελέτη
- ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη
- Πρότυπο:δικυπ packet: μικρό τμήμα ενός συνόλου δεδομένων που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα κόμβο (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων
- → δείτε τη λέξη μεταγωγή πακέτου (packet switching)
- Δείτε επίσης: πακέτο στη Βικιπαίδεια
- Πρότυπο:λγσμ package: λογισμικό (software) που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εγκατασταθεί με έναν διαχειριστή πακέτων (package manager).
- (αργκό) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
- έφαγα χοντρό πακέτο
- για φαγητό ή ποτό που αγοράζουμε σε κατάστημα, όμως δεν το καταναλώνουμε εκεί, αλλά στο σπίτι μας, στη δουλειά μας ή κάπου αλλού
- → δείτε τις λέξεις τροφοδιανομή και ντελίβερι
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) διαχειριστής πακέτου
Μεταφράσεις
πακέτο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)