προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση ΔΦΑ, προτύπων
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|pɾɔˈsɛxɔ|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|pɾoˈse.xo}}
:{{συλλ|προ|σέ|χω}}
: {{συλλ|προ|σέ|χω}}
:{{συλλ|παλ=1|προσ|έ|χω}}
: {{συλλ|παλ=1|προσ|έ|χω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=πρόσεξα|π-εν=προσέχομαι|π-αορ=προσέχτηκα|μππ=προσεγμένος}}
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[προσέχομαι]])
#[[παρακολουθώ]] ή [[σκέπτομαι]] κάτι ή κάποιον [[δείχνοντας]] [[ενδιαφέρον]]
# [[παρακολουθώ]] ή [[σκέπτομαι]] κάτι ή κάποιον [[δείχνοντας]] [[ενδιαφέρον]]
#[[παρατηρώ]]
# [[παρατηρώ]]
#[[είμαι]] [[συγκεντρωμένος]]
# [[είμαι]] [[συγκεντρωμένος]]
#[[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]
# [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]
#[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]
# [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]
#[[συμπαθώ]]
# [[συμπαθώ]]
#[[προφυλάσσω]], [[προφυλάσσομαι]]
# [[προφυλάσσω]], [[προφυλάσσομαι]]


==={{συγγενικά}}===
==={{συγγενικά}}===
*[[αξιοπρόσεκτα]] / [[αξιοπρόσεχτα]]
* [[αξιοπρόσεκτα]] / [[αξιοπρόσεχτα]]
*[[αξιοπρόσεκτος]] / [[αξιοπρόσεχτος]]
* [[αξιοπρόσεκτος]] / [[αξιοπρόσεχτος]]
*[[απρόσεκτα]] / [[απρόσεχτα]]
* [[απρόσεκτα]] / [[απρόσεχτα]]
*[[απρόσεκτος]] / [[απρόσεχτος]]
* [[απρόσεκτος]] / [[απρόσεχτος]]
*[[προσεγμένος]]
* [[προσεγμένος]]
*[[προσεκτικός]] / [[προσεχτικός]]
* [[προσεκτικός]] / [[προσεχτικός]]
*[[προσεκτικά]] / [[προσεχτικά]]
* [[προσεκτικά]] / [[προσεχτικά]]
*[[προσεχής]]
* [[προσεχής]]
*[[προσεχώς]]
* [[προσεχώς]]
*[[προσοχή]]
* [[προσοχή]]
*{{βλ|προς|έχω}}
* {{βλ|προς|έχω}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
Γραμμή 38: Γραμμή 38:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|observe}}, {{τ|en|notice}}, {{τ|en|remark}}, {{τ|en|pay attention to|iw=pay attention|link=pay attention}}, {{τ|en|heed}}
* {{en}} : {{τ|en|observe}}, {{τ|en|notice}}, {{τ|en|remark}}, {{τ|en|pay attention|l=pay attention to}}, {{τ|en|heed}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
Γραμμή 100: Γραμμή 100:
* {{la}} : {{τ|la|caveo}}
* {{la}} : {{τ|la|caveo}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



----
----
Γραμμή 112: Γραμμή 113:
# έχω [[παραπάνω]]
# έχω [[παραπάνω]]
# [[φέρνω]] κάτι κάπου
# [[φέρνω]] κάτι κάπου
# {{μτφρ}} [[μπλέκομαι]] σε κάτι
# {{ετ|μτφρ|grc}} [[μπλέκομαι]] σε κάτι


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
Γραμμή 123: Γραμμή 124:
{{grc-κλίσ-Υπρ-ΕΦ-'ἐλελύκειν'|προσεσχήκ}}
{{grc-κλίσ-Υπρ-ΕΦ-'ἐλελύκειν'|προσεσχήκ}}
{{κλίση-τέλος}}
{{κλίση-τέλος}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 15:23, 28 Φεβρουαρίου 2021

Δείτε επίσης: προέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσέχω < πρός + ἔχω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σέ‐χω
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐έ‐χω

Ρήμα

προσέχω, αόρ.: πρόσεξα, παθ.φωνή: προσέχομαι, π.αόρ.: προσέχτηκα, μτχ.π.π.: προσεγμένος

  1. παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
  2. παρατηρώ
  3. είμαι συγκεντρωμένος
  4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
  5. φροντίζω, περιποιούμαι
  6. συμπαθώ
  7. προφυλάσσω, προφυλάσσομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσέχω < πρός + ἔχω

Ρήμα

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι

Κλίση

Πηγές