πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 106: Γραμμή 106:
===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
* [[πυρολόγος]] ([[πυρός]] + λέγω)= αυτός που συλλέγει σιτάρι, ο θεριστής
* [[πυρολόγος]] ([[πυρός]] + λέγω)= αυτός που συλλέγει σιτάρι, ο θεριστής
* [[πυροπώλης]] (σιτέμπορος)
* [[πυροπώλης]] (σιτέμποροξξς)


==={{επιφώνημα|el}}===
==={{επιφώνημα|el}}===

Αναθεώρηση της 14:28, 1 Μαρτίου 2021

Δείτε επίσης: πῦρ

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-nouns-free

Ετυμολογία

πυρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πυρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) φωτιά
  2. (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
  3. βολή πυροβόλου όπλου
    ※  Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι]])
  4. (πληθυντικός) τα πυρά:
    1. ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
    2. (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
      Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης

Παράγωγα

Σύνθετα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης

Επιφώνημα

πυρ

  • (στρατιωτικό παράγγελμα) πυρ!: διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις