ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση προτύπων, data παραθέματος, // + μσν
{{ΠΘ:Βαλτινός Γύψος}}
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
# {{μτβ}}
# {{μτβ}}
## τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
## τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
##: {{παράθεμα}} ''Με '''ξάπλωσαν''' πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες.'' ({{β|Θανάσης Βαλτινός}}, διήγημα «Ο γύψος» στο ''{{β|Δεκαοχτώ κείμενα}}'' (1970) Αθήνα: Κέδρος)
##: {{παράθεμα}} ''Με '''ξάπλωσαν''' πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες.'' ({{ΠΘ:Βαλτινός Γύψος}})
## ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα
## ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα



Αναθεώρηση της 02:06, 15 Μαρτίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, π.αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο)
    1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
    2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
      θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  2. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
      ※  Με ξάπλωσαν πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
    2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ρήμα

ξαπλώνω