δούλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
, 1954 |
{{ΠΘ:Καζαντζάκης Φτωχούλης}} κλπ |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'πείνα'}} |
{{el-κλίση-'πείνα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# γυναίκα με την ιδιότητα του [[δούλος|δούλου]], [[σκλάβα]] |
# γυναίκα με την ιδιότητα του [[δούλος|δούλου]], [[σκλάβα]] |
||
# {{παρωχ}} {{λαϊκ}} η [[υπηρέτρια]] |
# ({{ετ|παρωχ|0=-}} {{ετ|λαϊκ|0=-}} η [[υπηρέτρια]] |
||
#: ''Πήγαμε στο αρχοντικό του |
#: {{παράθεμα}} ''Πήγαμε στο αρχοντικό του Βερνάρδου· μας έστρωσαν οι '''δούλες''' τραπέζι.'' ({{ΠΘ:Καζαντζάκης Φτωχούλης}}) |
||
# |
#: {{βλ|δουλικό}} |
||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* |
* [[η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά]]: η άξια [[νοικοκυρά]], ενώ είναι [[κυρά]] στο σπίτι της, δουλεύει πολύ σκληρά (σαν να ήταν '''δούλα''') για να διατηρεί το νοικοκυριό της σε άριστη κατάσταση |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 08:18, 15 Μαρτίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δούλα | οι | δούλες |
γενική | της | δούλας | — | |
αιτιατική | τη | δούλα | τις | δούλες |
κλητική | δούλα | δούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
δούλα θηλυκό
- γυναίκα με την ιδιότητα του δούλου, σκλάβα
- (παρωχημένο λαϊκότροπο η υπηρέτρια
- ※ Πήγαμε στο αρχοντικό του Βερνάρδου· μας έστρωσαν οι δούλες τραπέζι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- → δείτε τη λέξη δουλικό
Εκφράσεις
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά: η άξια νοικοκυρά, ενώ είναι κυρά στο σπίτι της, δουλεύει πολύ σκληρά (σαν να ήταν δούλα) για να διατηρεί το νοικοκυριό της σε άριστη κατάσταση
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)