χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Velkoa (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
→‎Ουσιαστικό: Διορθωση
Ετικέτες: Χειροκίνητη αναστροφή Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
# {{μτφρ}} [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]]
# {{μτφρ}} [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]]
#:{{συνων}} [[αφελής]], [[κουτός]]
#:{{συνων}} [[αφελής]], [[κουτός]]
# {{αργκ}} {{παρωχ}} το [[χιλιόδραχμο]] , [[χιλιάδα, μέσο μέτρησης]]
# {{αργκ}} {{παρωχ}} το [[χιλιόδραχμο]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 09:58, 6 Απριλίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήνα οι χήνες
      γενική της χήνας των χηνών
    αιτιατική τη χήνα τις χήνες
     κλητική χήνα χήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χήνα

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις