ησυχαστικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Αυτόματη αντικατάσταση κειμένου (-{{el-κλίσ-'καλός'}} +{{el-κλίση-'καλός'}})
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἡσυχαστικός}}
{{δείτε|ἡσυχαστικός}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{el-κλίση-'καλός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
# '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἡσυχαστικός}}
# '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἡσυχαστικός}}

Αναθεώρηση της 13:56, 8 Μαΐου 2021

Δείτε επίσης: ἡσυχαστικός

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ησυχαστικός η ησυχαστική το ησυχαστικό
      γενική του ησυχαστικού της ησυχαστικής του ησυχαστικού
    αιτιατική τον ησυχαστικό την ησυχαστική το ησυχαστικό
     κλητική ησυχαστικέ ησυχαστική ησυχαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ησυχαστικοί οι ησυχαστικές τα ησυχαστικά
      γενική των ησυχαστικών των ησυχαστικών των ησυχαστικών
    αιτιατική τους ησυχαστικούς τις ησυχαστικές τα ησυχαστικά
     κλητική ησυχαστικοί ησυχαστικές ησυχαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ησυχαστικός < (ελληνιστική κοινήἡσυχαστικός
  2. ησυχαστικός < μεσαιωνική ελληνική ησυχαστικός < ησυχάζω

Επίθετο

ησυχαστικός, -ή, -ό

  1. που ησυχάζει
     συνώνυμα: ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
  2. (θρησκεία) που έχει σχέση με τον ησυχασμό ή τον ησυχαστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις