κολατσιό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'βουνό'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|κολατσίον}} ή '''κολατσιό''' ή '''κολατσό''' < {{ετυμ|vec}} [[colazione]]
:'''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|κολατσιό}} / {{λ|κολατσίον|grc}} < {{ετυμ|vec|el|colazion}} / {{it}} [[colazione]] < {{ετυμ|la|el|collatio}} < {{λ|confero|grc}} < {{λ|fero|grc}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|kɔ.la.ˈʦçɔ|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|kɔ.la.ˈʦçɔ|γλ=el}}
:{{συλλ|κο|λα|τσιό}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{οεν}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* κάτι πρόχειρο που τρώγεται μεταξύ των κυρίως γευμάτων
* κάτι [[πρόχειρο]] που [[τρώω|τρώγεται]] [[μεταξύ]] των [[κυρίως]] [[γεύμα|γευμάτων]]
*:{{παράθεμα}}''Δημιουργεί τα πιο νόστιμα και τα πιο εμφανίσιμα '''κολατσιά''' για τα δύο της παιδιά και εμείς οι υπόλοιποι ζηλεύουμε.'' ([https://www.athensvoice.gr/taste/372921_prepei-na-deis-ta-dimioyrgika-kolatsia-poy-ftiahnei-ayti-i-mama-gia-ta-paidia-tis *])

===={{μορφές}}====
* [[κολατσό]]


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
Γραμμή 15: Γραμμή 20:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[ακολάτσιστα]]
* [[ακολάτσιστος]]
* [[κολατσιδάκι]]
* [[κολατσίζω]]
* [[κολατσίζω]]
* [[κολάτσισμα]]
* [[κολατσισμένος]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
{{((|κολόνες=2}}
* {{en}} : {{τ|en|snack}}
* {{en}} : {{τ|en|snack}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
Γραμμή 41: Γραμμή 52:
<!-- * {{cr}} : {{τ|cr|XXX}} -->
<!-- * {{cr}} : {{τ|cr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->

{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
Γραμμή 49: Γραμμή 60:
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|przekąska}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
Γραμμή 62: Γραμμή 73:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{))}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 07:26, 13 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολατσιό τα κολατσιά
      γενική του κολατσιού των κολατσιών
    αιτιατική το κολατσιό τα κολατσιά
     κλητική κολατσιό κολατσιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολατσιό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολατσιό / κολατσίον < βενετική colazion / ιταλικά colazione < λατινική collatio < confero < fero

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λα‐τσιό

Ουσιαστικό

κολατσιό ουδέτερο

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις