πέτρωμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
Κανονική υπαγωγή, μεταφράσεις με 4 ίσον για τεχνικούς λόγους. / δρθ πετρω + μα
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈpe.tɾo.ma}}
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈpe.tɾo.ma}}
: {{συλλ|πέ|τρω|μα}}


==={{ετυμολογία}} 1===
==={{ετυμολογία}} 1===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|πέτρωμα}} (πέτρινη μάζα), ''{{grc}}'': (λιθοβολισμός) < [[πετρόω]] / [[πετρῶ]], {{σμσδ|de|el|Gestein}} ή {{απόδ|fr|el|roche}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref><ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|πέτρωμα}} (πέτρινη μάζα), ''αρχαία σημασία:'' (λιθοβολισμός) < [[πετρόω]] / [[πετρῶ]], {{σμσδ|de|el|text=1|Gestein}} ή {{απόδ|fr|el|text=1|roche}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref><ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}</ref>


===={{ουσιαστικό|el}}====
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* {{γεωλογία}} ένα από τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης
* {{ετ|γεωλογία}} ένα από τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης
*: ''[[ιζηματογενής|ιζηματογενή]] '''πετρώματα'''''
*: {{πχ}} ''[[ιζηματογενής|ιζηματογενή]] '''πετρώματα'''''
*: ''[[ηφαιστειογενής|ηφαιστειογενή]] '''πετρώματα'''''
*: {{πχ}} ''[[ηφαιστειογενής|ηφαιστειογενή]] '''πετρώματα'''''


====={{βλέπε}}=====
===={{βλέπε}}====
{{ΒΠ}} (είδη πετρωμάτων)
{{ΒΠ}} (είδη πετρωμάτων)


====={{μεταφράσεις}}=====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|rock}}
* {{en}} : {{τ|en|rock}}
Γραμμή 63: Γραμμή 64:


==={{ετυμολογία}} 2===
==={{ετυμολογία}} 2===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πετρώνω|πετρώ(νω)]] + {{π|-ωμα}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πετρώνω|πετρώ(νω)]] + {{π|-μα}}


===={{ουσιαστικό|el}}====
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του [[πετρώνω]], μετατροπή σε [[πέτρα]] ή σε κάτι πολύ σκληρό σαν πέτρα
* η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του [[πετρώνω]], μετατροπή σε [[πέτρα]] ή σε κάτι πολύ σκληρό σαν πέτρα
* {{μτφρ}}
* {{ετ|μτφρ}}
*# μετατροπή σε [[πέτρινος|πέτρινη]] μορφή
*# μετατροπή σε [[πέτρινος|πέτρινη]] μορφή
*#: ''το '''πέτρωμα''' που έφερνε η μορφή της Μέδουσας''
*#: {{πχ}} ''το '''πέτρωμα''' που έφερνε η μορφή της Μέδουσας''
*# [[ακινητοποίηση]] από φόβο ή έκπληξη
*# [[ακινητοποίηση]] από φόβο ή έκπληξη


====={{μεταφράσεις}}=====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|petrification}}
* {{en}} : {{τ|en|petrification}}

Αναθεώρηση της 08:58, 13 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέτρωμα τα πετρώματα
      γενική του πετρώματος των πετρωμάτων
    αιτιατική το πέτρωμα τα πετρώματα
     κλητική πέτρωμα πετρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐τρω‐μα

Ετυμολογία 1

πέτρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία σημασία: (λιθοβολισμός) < πετρόω / πετρῶ, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestein ή απόδοση για τη γαλλική roche[1][2]

Ουσιαστικό

πέτρωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις


Ετυμολογία 2

πέτρωμα < πετρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

πέτρωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Συγγενικά

Αναφορές

  1. πέτρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.