ασβέστης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jm (συζήτηση | συνεισφορές) →Ουσιαστικό: Προστέθηκε λαϊκός όρος. Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ''και λόγιο'' [[άσβεστος]] |
||
* υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων) |
* {{ετ|οικοδομική}} υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων) |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 13:41, 23 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασβέστης | οι | ασβέστες |
γενική | του | ασβέστη | των | ασβεστών |
αιτιατική | τον | ασβέστη | τους | ασβέστες |
κλητική | ασβέστη | ασβέστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ασβέστης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσβέστης < ἀσβέστιν[1] < αρχαία ελληνική ἄσβεστος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβέ‐στης
Ουσιαστικό
ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος
- (οικοδομική) υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)
Συγγενικά
Ψευδόφιλες λέξεις
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ ασβέστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικοδομική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)