γενίκευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} μείον 2 κενές γραμμές στις μεταφράσεις
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
# το να [[γενικεύομαι|γενικεύεται]] κάτι, η [[εξάπλωση]]
# το να [[γενικεύομαι|γενικεύεται]] κάτι, η [[εξάπλωση]]
#: ''το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη '''γενίκευση''' των εχθροπραξιών''
#: ''το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη '''γενίκευση''' των εχθροπραξιών''
{{clear}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 00:07, 24 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γενίκευση < γενικεύω / γενικεύομαι

Ουσιαστικό

γενίκευση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γενικεύω
    οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
  2. το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
    το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών

Μεταφράσεις