απρόσκοπτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Ετυμολογία: Προσθήκη συνώνυμου
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
→‎Ετυμολογία: Προσθήκη συνώνυμου
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


Συνώνυμο
Συνώνυμο



Ανεμπόδιστος
Ανεμπόδιστος



Αναθεώρηση της 13:09, 24 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απρόσκοπτα < απρόσκοπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπρόσκοπτος (που δε συναντά εμπόδια) < α- στερητικό + προσκόπτω (σκοντάφτω)

Συνώνυμο


Ανεμπόδιστος

Επίρρημα

απρόσκοπτα


Μεταφράσεις