ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{ΠΘ:Βαλτινός Γύψος}}
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|ξαπλώνω ο ίδιος}}
{{μτφ-αρχή|ξαπλώνω ο ίδιος}}

Αναθεώρηση της 09:10, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, π.αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο)
    1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
    2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
      θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  2. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
      ※  Με ξάπλωσαν πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
    2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ρήμα

ξαπλώνω