ακούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δρθ δεν
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 87: Γραμμή 87:
Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: '''[[ακούεις]]''', '''ακούομε''', '''ακούετε''', κ.λπ.
Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: '''[[ακούεις]]''', '''ακούομε''', '''ακούετε''', κ.λπ.
{{el-κλίσ-'ακούω'|πρ1=[[άκου]] / άκουγε|πρ3=[[άκου]] / άκουσε}}
{{el-κλίσ-'ακούω'|πρ1=[[άκου]] / άκουγε|πρ3=[[άκου]] / άκουσε}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|αίσθηση ακοής}}
{{μτφ-αρχή|αίσθηση ακοής}}

Αναθεώρηση της 09:17, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω

Ρήμα

ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
    Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
  2. (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αφτί
    Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
  3. (μεταβατικό) πληροφορούμαι
    Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
  4. (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
    -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
  5. δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
    Ακούστε με, σας παρακαλώ!
  6. (αρνητικά) δε με ενδιαφέρει κάτι
    Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
  7. υπακούω
    Αυτό το παιδί δε με ακούει πια καθόλου.

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Κλίση

Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: ακούεις, ακούομε, ακούετε, κ.λπ.

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια