μαγειρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
{{el-κλίσ-'παντρεύω'|χμτχ=(υ)μ|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'παντρεύω'|χμτχ=(υ)μ|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'παντρεύομαι'}}
{{el-κλίσ-'παντρεύομαι'}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 16:17, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος

Ρήμα

μαγειρεύω

  1. παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
  2. (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
    τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
  3. (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω
    μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις