μεταβαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-'προβαίνω'|μεταβαίν|μετέβαιν|μεταβ|μετέβ|πρ3=}} |
{{el-κλίσ-'προβαίνω'|μεταβαίν|μετέβαιν|μεταβ|μετέβ|πρ3=}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 04:48, 26 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταβαίνω < αρχαία ελληνική μεταβαίνω < μετά + βαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷem-
Ρήμα
μεταβαίνω
Συγγενικά
- αμετάβατος
- μετάβαση
- μεταβατικά
- μεταβατικός
- μεταβατικότητα
- → δείτε τις λέξεις μετά και βαίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταβαίνω | μετέβαινα | θα μεταβαίνω | να μεταβαίνω | μεταβαίνοντας | |
β' ενικ. | μεταβαίνεις | μετέβαινες | θα μεταβαίνεις | να μεταβαίνεις | μετέβαινε | |
γ' ενικ. | μεταβαίνει | μετέβαινε | θα μεταβαίνει | να μεταβαίνει | ||
α' πληθ. | μεταβαίνουμε | μεταβαίναμε | θα μεταβαίνουμε | να μεταβαίνουμε | ||
β' πληθ. | μεταβαίνετε | μεταβαίνατε | θα μεταβαίνετε | να μεταβαίνετε | μεταβαίνετε | |
γ' πληθ. | μεταβαίνουν(ε) | μετέβαιναν μεταβαίναν(ε) |
θα μεταβαίνουν(ε) | να μεταβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετέβην | θα μεταβώ | να μεταβώ | μεταβεί | ||
β' ενικ. | μετέβης | θα μεταβείς | να μεταβείς | |||
γ' ενικ. | μετέβη | θα μεταβεί | να μεταβεί | |||
α' πληθ. | μεταβήκαμε | θα μεταβούμε | να μεταβούμε | |||
β' πληθ. | μεταβήκατε | θα μεταβείτε | να μεταβείτε | μεταβείτε | ||
γ' πληθ. | μετέβησαν | θα μεταβούν | να μεταβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταβεί | είχα μεταβεί | θα έχω μεταβεί | να έχω μεταβεί | ||
β' ενικ. | έχεις μεταβεί | είχες μεταβεί | θα έχεις μεταβεί | να έχεις μεταβεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεταβεί | είχε μεταβεί | θα έχει μεταβεί | να έχει μεταβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταβεί | είχαμε μεταβεί | θα έχουμε μεταβεί | να έχουμε μεταβεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεταβεί | είχατε μεταβεί | θα έχετε μεταβεί | να έχετε μεταβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταβεί | είχαν μεταβεί | θα έχουν μεταβεί | να έχουν μεταβεί |
|