ζηλιάρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
* {{ουσεπ ο|ζηλιάρης}}
* {{ουσεπ ο|ζηλιάρης}}
*: ''είναι ένας '''ζηλιάρης''' και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο''
*: ''είναι ένας '''ζηλιάρης''' και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο''
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 06:39, 26 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζηλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλιάρης η ζηλιάρα το ζηλιάρικο
      γενική του ζηλιάρη της ζηλιάρας του ζηλιάρικου
    αιτιατική τον ζηλιάρη τη ζηλιάρα το ζηλιάρικο
     κλητική ζηλιάρη ζηλιάρα ζηλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλιάρηδες οι ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
      γενική των ζηλιάρηδων των ζηλιάρικων
    αιτιατική τους ζηλιάρηδες τις ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
     κλητική ζηλιάρηδες ζηλιάρες ζηλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζηλιάρης -α -ικο


Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζηλιάρης οι ζηλιάρηδες
      γενική του ζηλιάρη των ζηλιάρηδων
    αιτιατική τον ζηλιάρη τους ζηλιάρηδες
     κλητική ζηλιάρη ζηλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζηλιάρης αρσενικό (θηλυκό ζηλιάρα)

Μεταφράσεις