απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 29: Γραμμή 29:
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|χαορ=γ|θαορ=-|παρακΒ=1|πρ1=}}
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|χαορ=γ|θαορ=-|παρακΒ=1|πρ1=}}
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|πρ1=}}
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|πρ1=}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|γλιτώνω από υποχρέωση}}
{{μτφ-αρχή|γλιτώνω από υποχρέωση}}

Αναθεώρηση της 02:38, 28 Μαΐου 2021

Δείτε επίσης: ἀπαλλάσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαλλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω < ἀπό (απ-) + ἀλλάσσω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παλ‐λάσ‐σω

Ρήμα

απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα/απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
    Απαλλάχτηκα επιτέλους από τη γυναίκα μου. Τώρα θα βασανίζει άλλον!
    Απαλλάχτηκα από τα χρέη και βρήκα την ηρεμία μου
  2. εξαιρώ από υποχρέωση
    Επιτέλους απαλλάχτηκα. Πήρα την απαλλαγή μου απο το στρατό.
  3. αθωώνω
    Απηλλάγη με βούλευμα πλημμελιοδικών.

Συγγενικά

Κλίση

Παθητικοί αόριστοι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάχθηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην συνήθως στο τρίτο πρόσωπο: απηλλάγη, πληθ.: απηλλάγησαν

Μεταφράσεις