πάπας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
* [[παπικός]] |
* [[παπικός]] |
||
* [[παπισμός]] |
* [[παπισμός]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή|επίσκοπος Ρώμης}} |
{{μτφ-αρχή|επίσκοπος Ρώμης}} |
Αναθεώρηση της 04:44, 29 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάπας | οι | πάπες |
γενική | του | πάπα | των | παπών |
αιτιατική | τον | πάπα | τους | πάπες |
κλητική | πάπα | πάπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πάπας < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική papa < αρχαία ελληνική πάππας (μπαμπάς) [1]
Ουσιαστικό
πάπας αρσενικό
- (χριστιανισμός) τίτλος του επισκόπου Ρώμης και προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας
- (χριστιανισμός) τίτλος του πατριάρχη Αλεξανδρείας
- (μεταφορικά) ο ηγέτης ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος
- ↪ ο Αντρέ Μπρετόν, ο πάπας του υπερρεαλισμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επίσκοπος Ρώμης
Αναφορές
- ↑ πάπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία
- πάπας < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
πάπας αρσενικό (και πάππας)
Πηγές
- πάπας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάπας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα χωρίς προσωδία σε δίχρονο φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)