μακρόχρονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
#:: {{συνων}} [[μακρός]]
#:: {{συνων}} [[μακρός]]
#:: {{αντων}} [[βραχύχρονος]], [[βραχύς]]
#:: {{αντων}} [[βραχύχρονος]], [[βραχύς]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 07:13, 29 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακρόχρονος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μακρόχρονος, -η, -ο

  1. που διαρκεί για πολύ χρόνο
     συνώνυμα: μακροχρόνιος
  2. (Πρότυπο:γραμματική, Πρότυπο:φωνητική) για φωνήεν ή συλλαβή με μακρά διάρκεια
    η μακρόχρονη παραλήγουσα στη λέξη «μῆλον» περισπάται
     συνώνυμα: μακρός
     αντώνυμα: βραχύχρονος, βραχύς

Μεταφράσεις