συναίσθηση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
* [[συναισθάνομαι]]
* [[συναισθάνομαι]]
* [[συναίσθημα]]
* [[συναίσθημα]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 04:25, 30 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναίσθηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συναίσθηση θηλυκό

  1. η πλήρης επίγνωση και συνείδηση μιας κατάστασης
    είχε απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης του

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις