στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Αυτόματη αντικατάσταση κειμένου (-{{el-κλίσ-'καλός'}} +{{el-κλίση-'καλός'}}) |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
* [[στέρηση]] |
* [[στέρηση]] |
||
* [[στερώ]] και [[στερούμαι]] |
* [[στερώ]] και [[στερούμαι]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Αναθεώρηση της 06:55, 30 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στερητικός < στέρηση
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη στερητικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στερητικός
|