συνεσφιγμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
* [[συνεσφιγμένο μέτωπο]]
* [[συνεσφιγμένο μέτωπο]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 10:56, 3 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεσφιγμένος η συνεσφιγμένη το συνεσφιγμένο
      γενική του συνεσφιγμένου της συνεσφιγμένης του συνεσφιγμένου
    αιτιατική τον συνεσφιγμένο τη συνεσφιγμένη το συνεσφιγμένο
     κλητική συνεσφιγμένε συνεσφιγμένη συνεσφιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεσφιγμένοι οι συνεσφιγμένες τα συνεσφιγμένα
      γενική των συνεσφιγμένων των συνεσφιγμένων των συνεσφιγμένων
    αιτιατική τους συνεσφιγμένους τις συνεσφιγμένες τα συνεσφιγμένα
     κλητική συνεσφιγμένοι συνεσφιγμένες συνεσφιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνεσφιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συσφίγγομαι

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐σφιγ‐μέ‐νος

Μετοχή

συνεσφιγμένος, -η, -ο

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις