πνίγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[πνῖγος]] {{ετυ+}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
* όρος αναφερόμενος στο αρχαίο {{θεατρ|0=-}}: τμήμα της «[[παράβαση|παράβασης]]» στην αρχαία κωμωδία, το οποίο εκφέρεται [[απνευστί]], χωρίς σταμάτημα, με γρήγορη εκφορά (που σε πνίγει γιατί δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα) |
|||
* {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 05:20, 13 Ιουνίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πνίγος < αρχαία ελληνική πνῖγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πνίγος ουδέτερο
- όρος αναφερόμενος στο αρχαίο Πρότυπο:θεατρ: τμήμα της «παράβασης» στην αρχαία κωμωδία, το οποίο εκφέρεται απνευστί, χωρίς σταμάτημα, με γρήγορη εκφορά (που σε πνίγει γιατί δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα)
Μεταφράσεις
πνίγος
|