κοινολεκτούμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο|el}} {{λείπει η κλίση}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} ==={{ε...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:22, 20 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κοινολεκτούμενος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κοινολεκτούμενος

  • αυτός που αναφέρεται συνήθως από τον κόσμο. Συντάσσεται συχνά ως «κοινολεκτούμενος τύπος» ή «κοινολεκτούμενος όρος»
  1. ※  Οι επίκοινες ονομασίες των μορίων είναι κυρίως ευφημισμοί: αιδοία, αιδώς, απόκρυφα, άρθρα, μόρια, φύσις. Συνήθεις μεταφορές ... Για το ανδρικό μόριο κοινολεκτούμενα είναι η σάθη και η πόσθη, και (τα φορτικότερα) πέος, κωλή και ψωλή (-ός). (Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2001, σελ. 1032)
    ※  Μιά πού , απ ' όσο ξέρω , δεν υπάρχει μαρτυρημένη ελληνική απόδοση του ειδικού αυτού όρου , χρησιμοποίησα παντού εξελληνισμένη την ιταλική λέξη impresa , που υποθέτω ότι την εποχή του Ερωτόκριτου θα ήταν ο κοινολεκτούμενος όρος (Νικόλαος Παναγιωτάκης, Κρητική αναγέννηση, εκδ. Στιγμή, 2002, σελ. 25)

Μεταφράσεις