membrum virile: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* (''ευφημισμός'') κυριολεκτικά «το μέλος» «του άνδρα», δηλαδή το [[πέος]]. Η έκφραση αυτή είναι σε χρήση σε κείμενα άλλων γλωσσών για να αποφευχθεί η χρήση του ανατομικού όρου (και η προσβολή της αιδούς του αναγνώστη)
* (''ευφημισμός'') κυριολεκτικά «το μέλος» «του άνδρα», δηλαδή το [[πέος]]. Η έκφραση αυτή είναι σε χρήση σε κείμενα άλλων γλωσσών για να αποφευχθεί η χρήση του ανατομικού όρου (και η προσβολή της αιδούς του αναγνώστη)
*:{{παράθεμα}} (χρήση σε αγγλικό κείμενο) ''Then he said, “'''Membrum virile'' will do.” The two older sisters put their heads in their hands. “He could not make his '''membrum virile''' hard,” Zoe said. “He was sickly, you see. He was unable to be a true husband, though he was so fond of me'' (Loretta Chase, ''Don't Tempt Me'', ed. Harper Collins, 2009)


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 08:56, 20 Ιουνίου 2021

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

membrum virile < membrum (μέλος) + virile (ενηλίκου άνδρα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

membrum virile

  • (ευφημισμός) κυριολεκτικά «το μέλος» «του άνδρα», δηλαδή το πέος. Η έκφραση αυτή είναι σε χρήση σε κείμενα άλλων γλωσσών για να αποφευχθεί η χρήση του ανατομικού όρου (και η προσβολή της αιδούς του αναγνώστη)
    ※  (χρήση σε αγγλικό κείμενο) Then he said, “'Membrum virile will do.” The two older sisters put their heads in their hands. “He could not make his membrum virile hard,” Zoe said. “He was sickly, you see. He was unable to be a true husband, though he was so fond of me (Loretta Chase, Don't Tempt Me, ed. Harper Collins, 2009)

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • pudenda muliebria, η αντίστοιχη έκφραση για το γυναικείο αιδοίο (κυριολεκτικά «κάτι για το οποίο ντρέπεται κανείς» «της γυναίκας»)
  • vas muliebre, κυριολεκτικά «δοχείο γυναικός» και πάλι αναφερόμενο στο αιδοίο