φαντάρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[φανταράκι]] |
* [[φανταράκι]] |
||
*[[φανταρία]] |
* [[φανταρία]] |
||
* [[φανταρίστικα]] |
|||
* [[φανταρίστικος]] |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 20:40, 23 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαντάρος | οι | φαντάροι |
γενική | του | φαντάρου | των | φαντάρων |
αιτιατική | τον | φαντάρο | τους | φαντάρους |
κλητική | φαντάρε | φαντάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φαντάρος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) όποιος υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ως κληρωτός με τον βαθμό του στρατιώτη ή του έφεδρου υπαξιωματικού. Αναφέρεται κυρίως σε όσους υπηρετούν στον στρατό ξηράς.
Συγγενικά
Εκφράσεις
- είδε τον Χριστό φαντάρο: (λαϊκότροπο) περιγραφή δυνατού χαστουκιού ή δυσκολιών που συναντά κάποιος
Δείτε επίσης
- φαντάρος στη Βικιπαίδεια