ψιλός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
#: ''έχει πολύ '''ψιλή''' φωνή'' |
#: ''έχει πολύ '''ψιλή''' φωνή'' |
||
# {{γραμμ}} '''ψιλά σύμφωνα''' της αρχαίας ελληνικής: τα σύμφωνα ''κ, π, τ'', τα σύγχρονα [[άηχος|άηχα]] [[κλειστός|κλειστά]] |
# {{γραμμ}} '''ψιλά σύμφωνα''' της αρχαίας ελληνικής: τα σύμφωνα ''κ, π, τ'', τα σύγχρονα [[άηχος|άηχα]] [[κλειστός|κλειστά]] |
||
# {{νομ}} |
# {{νομ}} [[ψιλή κυριότητα]]: το να έχει κάποιος μια [[ιδιοκτησία]] χωρίς να μπορεί να καρπώνεται και τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να αποφέρει, την [[επικαρπία]] |
||
# (''στρατιωτικός όρος'') '''ψιλοί (στρατιώτες)''': στην αρχαιότητα, οι στρατιώτες που δεν έφεραν βαρύ οπλισμό |
# (''στρατιωτικός όρος'') '''ψιλοί (στρατιώτες)''': στην αρχαιότητα, οι στρατιώτες που δεν έφεραν βαρύ οπλισμό |
||
# (''ηχοληψία, δημώδες'') '''τα ψιλά''', μικρού μήκους κύματος συχνότητες, υψηλές συχνότητες |
# (''ηχοληψία, δημώδες'') '''τα ψιλά''', μικρού μήκους κύματος συχνότητες, υψηλές συχνότητες |
Αναθεώρηση της 05:12, 25 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψιλός | η | ψιλή | το | ψιλό |
γενική | του | ψιλού | της | ψιλής | του | ψιλού |
αιτιατική | τον | ψιλό | την | ψιλή | το | ψιλό |
κλητική | ψιλέ | ψιλή | ψιλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψιλοί | οι | ψιλές | τα | ψιλά |
γενική | των | ψιλών | των | ψιλών | των | ψιλών |
αιτιατική | τους | ψιλούς | τις | ψιλές | τα | ψιλά |
κλητική | ψιλοί | ψιλές | ψιλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ψιλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψιλός("αποψιλωμένος") < ψάω και ψίω (ψαύω, τρίβω)
- γραμματική: < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ψιλός
- νομικά: < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nue-proprieté[1]
Επίθετο
ψιλός, -ή, -ό
- λεπτός
- έπεφτε ψιλή βροχή· κόβω το μήλο σε ψιλές φέτες
- (για ήχους) λεπτός σαν παιδικός (παραβάλετε με ψηλός)
- έχει πολύ ψιλή φωνή
- Πρότυπο:γραμμ ψιλά σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής: τα σύμφωνα κ, π, τ, τα σύγχρονα άηχα κλειστά
- Πρότυπο:νομ ψιλή κυριότητα: το να έχει κάποιος μια ιδιοκτησία χωρίς να μπορεί να καρπώνεται και τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να αποφέρει, την επικαρπία
- (στρατιωτικός όρος) ψιλοί (στρατιώτες): στην αρχαιότητα, οι στρατιώτες που δεν έφεραν βαρύ οπλισμό
- (ηχοληψία, δημώδες) τα ψιλά, μικρού μήκους κύματος συχνότητες, υψηλές συχνότητες
- ο αποψιλωμένος
Εκφράσεις
- κούρεμα με την ψιλή: το πολύ κοντό και βαθύ κούρεμα των μαλλιών, συνώνυμο: "κούρεμα γουλί".
- σε δουλεύει ψιλό γαζί: σε κοροϊδεύει επιδέξια και δεν το καταλαβαίνεις.
- ψιλά γράμματα: οι λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν πολύ κόσμο και είναι συνήθως τυπωμένες με μικρά τυπογραφικά στοιχεία.
- ψιλή κουβέντα: συνομιλία για καθημερινά πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ ψιλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Επίθετο
ψιλός,ή,όν
- άδενδρος
- άτριχος, φαλακρός
- άπτερος
- γυμνός από κάτι, ακάλυπτος γενικότερα, στερημένος από κάτι, δίχως κάτι που συνηθίζεται να συνοδεύει, σκέτος
- ο ψιλός λόγος : ο πεζός λόγος
- ψιλή ποίησις : χωρίς τη συνοδεία μουσικής
- ψιλή κιθάρισις : μουσική χωρίς τη συνοδεία άσματος
- στον πληθυντικό το αρσενικό, οι ψιλοί, ως ουσιαστικό, για τους σχετικά ελαφρώς οπλισμένους στρατιώτες (με τόξα ή σφενδόνες)
- (ελληνιστική κοινή) Πρότυπο:γραμμ ψιλά σύμφωνα κ, π, τ
Συγγενικά
Πηγές
- ψιλός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ψιλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψιλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)