εργαζόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
χωρισμός μτχ , ουσ, +πηγη΄/ δείτε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἐργαζόμενος}}
{{μορφοποίηση|Ας διαχωριστούν το επίθετο και το ουσιαστικό. Και στην κλίση --[[Χρήστης:Sarri.greek|sarri.greek]] ([[Συζήτηση χρήστη:Sarri.greek|συζήτηση]]) 13:51, 17 Μαΐου 2019 (UTC)}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'εργαζόμενος'|εργαζόμεν|εργαζομέν}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < μετοχή ενεστώτα του [[εργάζομαι]]


==={{μετοχή|el}}===
==={{μετοχή|el}}===
{{el-κλίση-'όμορφος'|παρατήρηση=Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.}}
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
# που [[εργάζομαι|εργάζεται]]
* {{μτχε|εργάζομαι}}
{{clear}}
# (''ως ουσιαστικό'') αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο [[εργάτης]] ή ο [[υπάλληλος]]
==={{ουσιαστικό|el}}===
{{el-κλίση-'καρδινάλιος'|παρατήρηση=Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής [[εργαζόμενος]].}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ({{θ}} '''[[εργαζόμενη]]''', ''λόγιο:'' [[εργαζομένη]])
* αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο [[εργάτης]] ή ο [[υπάλληλος]]
{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 35: Γραμμή 37:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 55: Γραμμή 56:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:ΛΚΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 17:42, 21 Αυγούστου 2021

Δείτε επίσης: ἐργαζόμενος

Νέα ελληνικά (el)

Μετοχή

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργαζόμενος η εργαζόμενη το εργαζόμενο
      γενική του εργαζόμενου της εργαζόμενης του εργαζόμενου
    αιτιατική τον εργαζόμενο την εργαζόμενη το εργαζόμενο
     κλητική εργαζόμενε εργαζόμενη εργαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργαζόμενοι οι εργαζόμενες τα εργαζόμενα
      γενική των εργαζόμενων των εργαζόμενων των εργαζόμενων
    αιτιατική τους εργαζόμενους τις εργαζόμενες τα εργαζόμενα
     κλητική εργαζόμενοι εργαζόμενες εργαζόμενα
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εργαζόμενος, -η, -ο

Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργαζόμενος οι εργαζόμενοι
      γενική του εργαζόμενου
εργαζομένου
των εργαζόμενων
εργαζομένων
    αιτιατική τον εργαζόμενο τους εργαζόμενους
εργαζομένους
     κλητική εργαζόμενε εργαζόμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής εργαζόμενος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

εργαζόμενος αρσενικό (θηλυκό εργαζόμενη, λόγιο: εργαζομένη)

Μεταφράσεις

Πηγές