χιονομετρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py ΔΦΑ (ipa) νέα ελληνικά αντικαταστάσεις με ɾ (όχι r) e o (όχι ελληνικά) d͡z & t͡s |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|γλ=el| |
{{ΔΦΑ|γλ=el|ço.no.meˈtɾi.a}} |
||
: {{συλλ|χιο|νο|με|τρί|α}} |
: {{συλλ|χιο|νο|με|τρί|α}} |
||
Αναθεώρηση της 23:49, 1 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιονομετρία | ||
γενική | της | χιονομετρίας | ||
αιτιατική | τη | χιονομετρία | ||
κλητική | χιονομετρία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό
χιονομετρία θηλυκό, μόνο στον ενικό[1]
- (μετεωρολογία) η μέτρηση της ποσότητας του χιονιού που πέφτει σε συγκεκριμένη περιοχή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χιονομετρία
|
Αναφορές
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)