χύτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ({{θ}}: [[χύτρια]]) |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ({{θ}}: [[χύτρια]]) |
||
*που εργάζεται σε [[χυτήριο]] [[χύνω|χύνοντας]] [[λιώνω|λιωμένο]] [[μέταλλο]] σε [[καλούπι]]α |
* που εργάζεται σε [[χυτήριο]] [[χύνω|χύνοντας]] [[λιώνω|λιωμένο]] [[μέταλλο]] σε [[καλούπι]]α |
||
*: ''Στον κόσμο του Πέερ Γκυντ -αυτόν που ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να κατανοήσει και να ζωντανέψει- οι άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό της μετριότητας καταλήγουν μια άμορφη, λιωμένη μάζα στην κουτάλα του '''χύτη''' κουμπιών.'' ([http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=146951 *]) |
*: ''Στον κόσμο του Πέερ Γκυντ -αυτόν που ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να κατανοήσει και να ζωντανέψει- οι άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό της μετριότητας καταλήγουν μια άμορφη, λιωμένη μάζα στην κουτάλα του '''χύτη''' κουμπιών.'' ([http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=146951 *]) |
||
{{clear}} |
{{clear}} |
Αναθεώρηση της 17:59, 12 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χύτης | οι | χύτες |
γενική | του | χύτη | των | χυτών |
αιτιατική | τον | χύτη | τους | χύτες |
κλητική | χύτη | χύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- χύτης < (ελληνιστική κοινή) χύτης < χύνω < χέω
Ουσιαστικό
χύτης αρσενικό (θηλυκό: χύτρια)
- που εργάζεται σε χυτήριο χύνοντας λιωμένο μέταλλο σε καλούπια
- Στον κόσμο του Πέερ Γκυντ -αυτόν που ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να κατανοήσει και να ζωντανέψει- οι άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό της μετριότητας καταλήγουν μια άμορφη, λιωμένη μάζα στην κουτάλα του χύτη κουμπιών. (*)
Μεταφράσεις
χύτης