ξυραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ (ipa) update ενημέρωση προτύπου |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[ξυραφίζομαι]]) |
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[ξυραφίζομαι]]) |
||
*[[κόβω]] ή [[χαράζω]] κάτι μ’ ένα [[ξυράφι]] |
* [[κόβω]] ή [[χαράζω]] κάτι μ’ ένα [[ξυράφι]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*{{βλ|ξυράφι}} |
* {{βλ|ξυράφι}} |
||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 18:28, 12 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
ξυραφίζω (παθητική φωνή: ξυραφίζομαι)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξυράφι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξυραφίζω | ξυράφιζα | θα ξυραφίζω | να ξυραφίζω | ξυραφίζοντας | |
β' ενικ. | ξυραφίζεις | ξυράφιζες | θα ξυραφίζεις | να ξυραφίζεις | ξυράφιζε | |
γ' ενικ. | ξυραφίζει | ξυράφιζε | θα ξυραφίζει | να ξυραφίζει | ||
α' πληθ. | ξυραφίζουμε | ξυραφίζαμε | θα ξυραφίζουμε | να ξυραφίζουμε | ||
β' πληθ. | ξυραφίζετε | ξυραφίζατε | θα ξυραφίζετε | να ξυραφίζετε | ξυραφίζετε | |
γ' πληθ. | ξυραφίζουν(ε) | ξυράφιζαν ξυραφίζαν(ε) |
θα ξυραφίζουν(ε) | να ξυραφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξυράφισα | θα ξυραφίσω | να ξυραφίσω | ξυραφίσει | ||
β' ενικ. | ξυράφισες | θα ξυραφίσεις | να ξυραφίσεις | ξυράφισε | ||
γ' ενικ. | ξυράφισε | θα ξυραφίσει | να ξυραφίσει | |||
α' πληθ. | ξυραφίσαμε | θα ξυραφίσουμε | να ξυραφίσουμε | |||
β' πληθ. | ξυραφίσατε | θα ξυραφίσετε | να ξυραφίσετε | ξυραφίστε | ||
γ' πληθ. | ξυράφισαν ξυραφίσαν(ε) |
θα ξυραφίσουν(ε) | να ξυραφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξυραφίσει | είχα ξυραφίσει | θα έχω ξυραφίσει | να έχω ξυραφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξυραφίσει | είχες ξυραφίσει | θα έχεις ξυραφίσει | να έχεις ξυραφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξυραφίσει | είχε ξυραφίσει | θα έχει ξυραφίσει | να έχει ξυραφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυραφίσει | είχαμε ξυραφίσει | θα έχουμε ξυραφίσει | να έχουμε ξυραφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξυραφίσει | είχατε ξυραφίσει | θα έχετε ξυραφίσει | να έχετε ξυραφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξυραφίσει | είχαν ξυραφίσει | θα έχουν ξυραφίσει | να έχουν ξυραφίσει |
|
Μεταφράσεις
ξυραφίζω
|