ρυμουλκώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[ρυμουλκούμαι]]) |
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[ρυμουλκούμαι]]) |
||
*[[τραβώ]] μη [[αυτοκινούμενος|αυτοκινούμενο]] [[μέσο]] με [[ρυμούλκιο]] |
* [[τραβώ]] μη [[αυτοκινούμενος|αυτοκινούμενο]] [[μέσο]] με [[ρυμούλκιο]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
* [[ρυμουλκημένος]] |
* [[ρυμουλκημένος]] |
||
* [[ρυμουλκώντας]] |
* [[ρυμουλκώντας]] |
||
*{{βλ|έλκω}} |
* {{βλ|έλκω}} |
||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 20:25, 12 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρυμουλκώ < ελληνιστική κοινή ῥυμουλκέω / ῥυμουλκῶ < αρχαία ελληνική ῥῦμα + ἕλκω
Ρήμα
ρυμουλκώ (παθητική φωνή: ρυμουλκούμαι)
- τραβώ μη αυτοκινούμενο μέσο με ρυμούλκιο
Συγγενικά
- αρυμούλκητος
- ρυμούλκα / ρεμούλκα
- ρυμουλκατζής
- ρυμούλκηση
- ρυμούλκιο
- ρυμουλκό
- ρυμουλκούμενος
- ρυμουλκημένος
- ρυμουλκώντας
- → δείτε τη λέξη έλκω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυμουλκώ | ρυμουλκούσα | θα ρυμουλκώ | να ρυμουλκώ | ρυμουλκώντας | |
β' ενικ. | ρυμουλκείς | ρυμουλκούσες | θα ρυμουλκείς | να ρυμουλκείς | (ρυμούλκει) | |
γ' ενικ. | ρυμουλκεί | ρυμουλκούσε | θα ρυμουλκεί | να ρυμουλκεί | ||
α' πληθ. | ρυμουλκούμε | ρυμουλκούσαμε | θα ρυμουλκούμε | να ρυμουλκούμε | ||
β' πληθ. | ρυμουλκείτε | ρυμουλκούσατε | θα ρυμουλκείτε | να ρυμουλκείτε | ρυμουλκείτε | |
γ' πληθ. | ρυμουλκούν(ε) | ρυμουλκούσαν(ε) | θα ρυμουλκούν(ε) | να ρυμουλκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρυμούλκησα | θα ρυμουλκήσω | να ρυμουλκήσω | ρυμουλκήσει | ||
β' ενικ. | ρυμούλκησες | θα ρυμουλκήσεις | να ρυμουλκήσεις | ρυμούλκησε | ||
γ' ενικ. | ρυμούλκησε | θα ρυμουλκήσει | να ρυμουλκήσει | |||
α' πληθ. | ρυμουλκήσαμε | θα ρυμουλκήσουμε | να ρυμουλκήσουμε | |||
β' πληθ. | ρυμουλκήσατε | θα ρυμουλκήσετε | να ρυμουλκήσετε | ρυμουλκήστε | ||
γ' πληθ. | ρυμούλκησαν ρυμουλκήσαν(ε) |
θα ρυμουλκήσουν(ε) | να ρυμουλκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρυμουλκήσει | είχα ρυμουλκήσει | θα έχω ρυμουλκήσει | να έχω ρυμουλκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρυμουλκήσει | είχες ρυμουλκήσει | θα έχεις ρυμουλκήσει | να έχεις ρυμουλκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρυμουλκήσει | είχε ρυμουλκήσει | θα έχει ρυμουλκήσει | να έχει ρυμουλκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυμουλκήσει | είχαμε ρυμουλκήσει | θα έχουμε ρυμουλκήσει | να έχουμε ρυμουλκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρυμουλκήσει | είχατε ρυμουλκήσει | θα έχετε ρυμουλκήσει | να έχετε ρυμουλκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυμουλκήσει | είχαν ρυμουλκήσει | θα έχουν ρυμουλκήσει | να έχουν ρυμουλκήσει |
|