δαπανηρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|coûteux}}, {{τ|fr|exorbitant}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 19:19, 16 Σεπτεμβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαπανηρός η δαπανηρή το δαπανηρό
      γενική του δαπανηρού της δαπανηρής του δαπανηρού
    αιτιατική τον δαπανηρό τη δαπανηρή το δαπανηρό
     κλητική δαπανηρέ δαπανηρή δαπανηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαπανηροί οι δαπανηρές τα δαπανηρά
      γενική των δαπανηρών των δαπανηρών των δαπανηρών
    αιτιατική τους δαπανηρούς τις δαπανηρές τα δαπανηρά
     κλητική δαπανηροί δαπανηρές δαπανηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαπανηρός < αρχαία ελληνική δαπανηρός < δαπάνη + -ηρός

Επίθετο

δαπανηρός, -ή, ό

  • που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να αποκτηθεί, διεξαχθεί ή συντηρηθεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις