υδρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ (ipa) update move γλ= |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[υδρεύομαι]]) |
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[υδρεύομαι]]) |
||
*[[παρέχω]] το απαραίτητο [[νερό]] |
* [[παρέχω]] το απαραίτητο [[νερό]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[υδρευτικός]] |
* [[υδρευτικός]] |
||
*[[ύδρευση]] |
* [[ύδρευση]] |
||
*[[υδραυλικός]] |
* [[υδραυλικός]] |
||
*[[ύδωρ]] |
* [[ύδωρ]] |
||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 05:32, 22 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υδρεύω < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
υδρεύω (παθητική φωνή: υδρεύομαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υδρεύω | ύδρευα | θα υδρεύω | να υδρεύω | υδρεύοντας | |
β' ενικ. | υδρεύεις | ύδρευες | θα υδρεύεις | να υδρεύεις | ύδρευε | |
γ' ενικ. | υδρεύει | ύδρευε | θα υδρεύει | να υδρεύει | ||
α' πληθ. | υδρεύουμε | υδρεύαμε | θα υδρεύουμε | να υδρεύουμε | ||
β' πληθ. | υδρεύετε | υδρεύατε | θα υδρεύετε | να υδρεύετε | υδρεύετε | |
γ' πληθ. | υδρεύουν(ε) | ύδρευαν υδρεύαν(ε) |
θα υδρεύουν(ε) | να υδρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ύδρευσα | θα υδρεύσω | να υδρεύσω | υδρεύσει | ||
β' ενικ. | ύδρευσες | θα υδρεύσεις | να υδρεύσεις | ύδρευσε | ||
γ' ενικ. | ύδρευσε | θα υδρεύσει | να υδρεύσει | |||
α' πληθ. | υδρεύσαμε | θα υδρεύσουμε | να υδρεύσουμε | |||
β' πληθ. | υδρεύσατε | θα υδρεύσετε | να υδρεύσετε | υδρεύστε | ||
γ' πληθ. | ύδρευσαν υδρεύσαν(ε) |
θα υδρεύσουν(ε) | να υδρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υδρεύσει | είχα υδρεύσει | θα έχω υδρεύσει | να έχω υδρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις υδρεύσει | είχες υδρεύσει | θα έχεις υδρεύσει | να έχεις υδρεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει υδρεύσει | είχε υδρεύσει | θα έχει υδρεύσει | να έχει υδρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υδρεύσει | είχαμε υδρεύσει | θα έχουμε υδρεύσει | να έχουμε υδρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε υδρεύσει | είχατε υδρεύσει | θα έχετε υδρεύσει | να έχετε υδρεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υδρεύσει | είχαν υδρεύσει | θα έχουν υδρεύσει | να έχουν υδρεύσει |
|
Μεταφράσεις
υδρεύω
|