osoba: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
μ pwb.py update labels ετικέτες
 
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
{{τ|hr|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
{{τ|hr|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
# το [[άτομο]], το πρόσωπο
# το [[άτομο]], το πρόσωπο
# {{γραμμ|hr}} το [[πρόσωπο]]
# {{ετ|γραμμ|hr}} το [[πρόσωπο]]




Γραμμή 25: Γραμμή 25:
{{τ|pl|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
{{τ|pl|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
# [[άτομο]], πρόσωπο
# [[άτομο]], πρόσωπο
# {{γραμμ|pl}} [[πρόσωπο]]
# {{ετ|γραμμ|pl}} [[πρόσωπο]]
# {{ετ|νομ|pl}} [[πρόσωπο]]
# {{ετ|νομ|pl}} [[πρόσωπο]]


Γραμμή 61: Γραμμή 61:
{{τ|sk|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
{{τ|sk|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
# το [[άτομο]], το πρόσωπο
# το [[άτομο]], το πρόσωπο
# {{γραμμ|sk}} το [[πρόσωπο]]
# {{ετ|γραμμ|sk}} το [[πρόσωπο]]




Γραμμή 77: Γραμμή 77:
{{τ|cs|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
{{τ|cs|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
# [[άτομο]], πρόσωπο
# [[άτομο]], πρόσωπο
# {{γραμμ|cs}} [[πρόσωπο]]
# {{ετ|γραμμ|cs}} [[πρόσωπο]]

Τελευταία αναθεώρηση της 13:36, 2 Νοεμβρίου 2021

Κροατικά (hr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

osoba (hr) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. (γραμματική) το πρόσωπο



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική osoba osoby
γενική osoby osób
δοτική osobie osobom
αιτιατική osobę osoby
οργανική osobą osobami
τοπική osobie osobach
κλητική osobo osoby

Ετυμολογία [επεξεργασία]

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔˈsɔ.ba/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

osoba (pl) θηλυκό

  1. άτομο, πρόσωπο
  2. (γραμματική) πρόσωπο
  3. (νομικός όρος) πρόσωπο

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

osoba (sr)



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

osoba (sk) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. (γραμματική) το πρόσωπο



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

osoba < πρωτοσλαβική osoba

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

osoba (cs) θηλυκό

  1. άτομο, πρόσωπο
  2. (γραμματική) πρόσωπο