ανανέωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} μείον 2 κενές γραμμές στις μεταφράσεις
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{el-κλίσ-'λύση'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀνανέωσις]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀνανέωσις]]
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} (ο πληθυντικός δόκιμος μόνον για υλικά)
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} (ο πληθυντικός δόκιμος μόνον για υλικά)
# το [[ξανάνιωμα]], η νέα ζωντάνια
# το [[ξανάνιωμα]], η νέα ζωντάνια
#:''Ο αέρας του βουνού σε '''ανανεώνει'''''
#: {{πχ}} ''Ο αέρας του βουνού σε '''ανανεώνει'''''
# η επιβεβαίωση μιας υπόσχεσης εκ νέου, σε [[συμπεφωνημένος|συμπεφωνημένα]] τακτά χρονικά διαστήματα, η [[παράταση]]
# η επιβεβαίωση μιας υπόσχεσης εκ νέου, σε [[συμπεφωνημένος|συμπεφωνημένα]] τακτά χρονικά διαστήματα, η [[παράταση]]
#:''Δεν κάναμε ακόμα '''ανανέωση''' στο συμβόλαιο του σπιτιού''
#: {{πχ}} ''Δεν κάναμε ακόμα '''ανανέωση''' στο συμβόλαιο του σπιτιού''
#:''Το διαβατήριο/η άδεια οδηγησης/το συμβόλαιο της ασφαλιστικής χρειάζεται '''ανανέωση'''''
#: {{πχ}} ''Το διαβατήριο/η άδεια οδηγησης/το συμβόλαιο της ασφαλιστικής χρειάζεται '''ανανέωση'''''
# αντικατάσταση του παλιού με ένα νέο, φρέσκο, καινούργιο, μοντέρνο
# αντικατάσταση του παλιού με ένα νέο, φρέσκο, καινούργιο, μοντέρνο
#:''Ανοιξε τα παράθυρα γιατί ο αέρας εδώ μέσα χρειάζεται και λίγη '''ανανέωση''' με τόσα τσιγάρα που καπνίζουμε''
#: {{πχ}} ''Ανοιξε τα παράθυρα γιατί ο αέρας εδώ μέσα χρειάζεται και λίγη '''ανανέωση''' με τόσα τσιγάρα που καπνίζουμε''
#:''Το σαλόνι χρειάζεται '''ανανέωση'''. Μόλις βρούμε λεφτά να βάλουμε ένα πιο μοντέρνο καναπέ, να πάρουμε άλλο [[χαλί]] και να πετάξουμε επιτέλους τον πίνακα που νόμιζες στα νιάτα μας ότι ήταν ευκαιρία στο Μοναστηράκι''
#: {{πχ}} ''Το σαλόνι χρειάζεται '''ανανέωση'''. Μόλις βρούμε λεφτά να βάλουμε ένα πιο μοντέρνο καναπέ, να πάρουμε άλλο [[χαλί]] και να πετάξουμε επιτέλους τον πίνακα που νόμιζες στα νιάτα μας ότι ήταν ευκαιρία στο Μοναστηράκι''
#:''Η Βουλή χρειάζεται '''ανανέωση''', μπας και μας σώσουν οι νέοι, αν μάλλον κι αυτούς σαν τα μούτρα μας τους κάναμε''
{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 07:43, 21 Νοεμβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανανέωση οι ανανεώσεις
      γενική της ανανέωσης* των ανανεώσεων
    αιτιατική την ανανέωση τις ανανεώσεις
     κλητική ανανέωση ανανεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανανεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανανέωση < αρχαία ελληνική ἀνανέωσις

Ουσιαστικό

ανανέωση θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος μόνον για υλικά)

  1. το ξανάνιωμα, η νέα ζωντάνια
    Ο αέρας του βουνού σε ανανεώνει
  2. η επιβεβαίωση μιας υπόσχεσης εκ νέου, σε συμπεφωνημένα τακτά χρονικά διαστήματα, η παράταση
    Δεν κάναμε ακόμα ανανέωση στο συμβόλαιο του σπιτιού
    Το διαβατήριο/η άδεια οδηγησης/το συμβόλαιο της ασφαλιστικής χρειάζεται ανανέωση
  3. αντικατάσταση του παλιού με ένα νέο, φρέσκο, καινούργιο, μοντέρνο
    Ανοιξε τα παράθυρα γιατί ο αέρας εδώ μέσα χρειάζεται και λίγη ανανέωση με τόσα τσιγάρα που καπνίζουμε
    Το σαλόνι χρειάζεται ανανέωση. Μόλις βρούμε λεφτά να βάλουμε ένα πιο μοντέρνο καναπέ, να πάρουμε άλλο χαλί και να πετάξουμε επιτέλους τον πίνακα που νόμιζες στα νιάτα μας ότι ήταν ευκαιρία στο Μοναστηράκι

Μεταφράσεις