προέρχομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες
→‎{{ρήμα|el}}: {{ετ|αποθετικό}}
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' ''παρατατικός'': '''προερχόμουν''' ''αόριστος:'' '''προήλθα''' (''προφορικά'': προήρθα)
'''{{PAGENAME}}''' {{ετ|αποθετικό}}, ''παρατατικός'': '''προερχόμουν''' ''αόριστος:'' '''προήλθα''' (''προφορικά'': προήρθα)
# {{κυριολ}} [[έρχομαι]] από κάποιο μέρος ή τόπο,
# {{κυριολ}} [[έρχομαι]] από κάποιο μέρος ή τόπο,
# {{μτφρ}} [[εκπορεύομαι]], [[πηγάζω]]
# {{μτφρ}} [[εκπορεύομαι]], [[πηγάζω]]

Αναθεώρηση της 11:47, 21 Νοεμβρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προέρχομαι < αρχαία ελληνική προέρχομαι < πρό + ἔρχομαι (πηγαίνω μπροστά, φεύγω). Η νεότερη σημασία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά: provenir [1]

Ρήμα

προέρχομαι (αποθετικό ρήμα), παρατατικός: προερχόμουν αόριστος: προήλθα (προφορικά: προήρθα)

  1. (κυριολεκτικά) έρχομαι από κάποιο μέρος ή τόπο,
  2. (μεταφορικά) εκπορεύομαι, πηγάζω
  3. κατάγομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές