dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ typos etc
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
< [[dépendre]]
: '''{{PAGENAME}}''' < [[dépendre]]


==={{ουσιαστικό|fr}}===
==={{ουσιαστικό|fr}}===
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
# η [[σύνδεση]], η [[εξάρτηση]]
# η [[σύνδεση]], η [[εξάρτηση]]
#: ''il semble y avoir une '''dépendance''' entre ces deux éléments'' ''φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία''
#: {{eg}} ''il semble y avoir une '''dépendance''' entre ces deux éléments'' - φαίνεται ότι υπάρχει κάποια '''σύνδεση'''/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
# ο [[εθισμός]], η [[εξάρτηση]]
# ο [[εθισμός]], η [[εξάρτηση]]
#: '''''dépendance''' physique et psychique à la morphine'' : ''φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη''
#: {{eg}} '''''dépendance''' physique et psychique à la morphine'' - φυσιολογική και ψυχολογική '''εξάρτηση''' από τη μορφίνη
# η [[εξάρτηση]] από κάποιον, η [[υποταγή]] σε κάποιον
# η [[εξάρτηση]] από κάποιον, η [[υποταγή]] σε κάποιον
#: ''être dans/sous la '''dépendance''' de quelqu'un'' : ''εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον''
#: {{eg}} ''être dans/sous la '''dépendance''' de quelqu'un'' - εξαρτώμαι/'''είμαι εξαρτημένος''' από κάποιον
# (''για κτίρια'') {{θπλ}} οι βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
# (''για κτίρια'') {{θπλ}} οι βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
#: ''les '''dépendances''' de l'hôtel''' ''οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου''
#: {{eg}} ''les '''dépendances''' de l'hôtel'' - οι '''βοηθητικοί χώροι''' του ξενοδοχείου


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 10:20, 27 Δεκεμβρίου 2021

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dépendance < dépendre

Ουσιαστικό

dépendance (fr) θηλυκό

  1. η σύνδεση, η εξάρτηση
    il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments - φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
  2. ο εθισμός, η εξάρτηση
    dépendance physique et psychique à la morphine - φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
  3. η εξάρτηση από κάποιον, η υποταγή σε κάποιον
    être dans/sous la dépendance de quelqu'un - εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
  4. (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό οι βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
    les dépendances de l'hôtel - οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου

Συγγενικά

Σύνθετα

Συγγενικά

σύνδεση, εξάρτηση

εθισμός, εξάρτηση

εξάρτηση από κάποιον

βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι

Αντώνυμα