εργαζόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
Ανάκληση της επεξεργασίας 5398919 του 2A02:587:3242:FE:5838:31EF:D9C9:A96E (Συζήτηση) Ετικέτες: Αναίρεση Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
* {{μτχε|εργάζομαι}} |
* {{μτχε|εργάζομαι}} |
||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
πουτσες |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
{{el-κλίση-'καρδινάλιος'|παρατήρηση=Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής [[εργαζόμενος]].}} |
{{el-κλίση-'καρδινάλιος'|παρατήρηση=Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής [[εργαζόμενος]].}} |
Αναθεώρηση της 10:38, 14 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εργαζόμενος | η | εργαζόμενη | το | εργαζόμενο |
γενική | του | εργαζόμενου | της | εργαζόμενης | του | εργαζόμενου |
αιτιατική | τον | εργαζόμενο | την | εργαζόμενη | το | εργαζόμενο |
κλητική | εργαζόμενε | εργαζόμενη | εργαζόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εργαζόμενοι | οι | εργαζόμενες | τα | εργαζόμενα |
γενική | των | εργαζόμενων | των | εργαζόμενων | των | εργαζόμενων |
αιτιατική | τους | εργαζόμενους | τις | εργαζόμενες | τα | εργαζόμενα |
κλητική | εργαζόμενοι | εργαζόμενες | εργαζόμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
εργαζόμενος, -η, -ο
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εργαζόμενος | οι | εργαζόμενοι |
γενική | του | εργαζόμενου & εργαζομένου |
των | εργαζόμενων & εργαζομένων |
αιτιατική | τον | εργαζόμενο | τους | εργαζόμενους & εργαζομένους |
κλητική | εργαζόμενε | εργαζόμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής εργαζόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εργαζόμενος αρσενικό (θηλυκό εργαζόμενη, λόγιο: εργαζομένη)
Μεταφράσεις
εργαζόμενος
Πηγές
- εργαζόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)