βασίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} μείον 2 κενές γραμμές στις μεταφράσεις
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 17:25, 21 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βασίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βασίζω

Ρήμα

βασίζομαι, πρτ.: βασιζόμουν, στ.μέλλ.: θα βασιστώ, αόρ.: βασίστηκα, μτχ.π.π.: βασισμένος

  1. παίρνω σοβαρά υπόψη μου κάτι και το χρησιμοποιώ ως βάση για να προχωρήσω σε μια ενέργεια
    η όλη δίκη βασίστηκε πάνω στη συγκεκριμένη μαρτυρία
  2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, υπολογίζοντας στις ενέργειές του, τη συμβολή του, τη βοήθειά του κλπ
    μου έδωσες τον λόγο σου ότι θα με υποστηρίξεις οικονομικά κι εγώ βασίστηκα πάνω σου
  3. χρησιμοποιώ κάτι ως πρότυπο (πχ για πνευματικά-καλλιτεχνικά έργα)
    η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα

Μεταφράσεις