διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 23:52, 21 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακοπή | οι | διακοπές |
γενική | της | διακοπής | των | διακοπών |
αιτιατική | τη | διακοπή | τις | διακοπές |
κλητική | διακοπή | διακοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- διακοπή < αρχαία ελληνική διακοπή
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
- η ενέργεια του διακόπτω
- η διακοπή της συνεδρίασης
- το αποτέλεσμα του διακόπτω
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές
Μεταφράσεις
διακοπή
Αρχαία ελληνικά (grc)Ετυμολογία
Ουσιαστικόδιακοπή θηλυκό
|