νύγμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
Γραμμή 37: Γραμμή 37:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 57: Γραμμή 56:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 02:23, 23 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νύγμα τα νύγματα
      γενική του νύγματος των νυγμάτων
    αιτιατική το νύγμα τα νύγματα
     κλητική νύγμα νύγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νύγμα < αρχαία ελληνική νύσσω (σπρώχνω με μυτερό όργανο, κεντώ, τσιμπώ)

Ουσιαστικό

νύγμα ουδέτερο

  1. τσίμπημα, κεντιά
    νύγμα εντόμου
  2. το σύμβολο που τοποθετούμε στην αρχή ή στο τέλος του κειμένου μιας πρότασης, δήλωσης, λύσης κτλ. σημαδεύοντάς την ότι την επιλέγουμε (ο χαρακτήρας image με κωδικό Unicode: 2713)

Συγγενικά

Μεταφράσεις